αμιαντοειδής

αμιαντοειδής
-ές
ο όμοιος προς τον ορυκτό αμίαντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αμίαντος* + -ειδής < είδος, πρβλ. αγγλ. amiant(h)oid].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • αμίαντος — (6oς αι. π.Χ.).Γιος του Λυκούργου από την Τραπεζούντα, ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, κόρης του τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη, που τελικά παντρεύτηκε τον Αθηναίο Μεγακλή. * * * (I) η, ο (Α ἀμίαντος, ον) 1. αυτός που δεν μιάνθηκε,… …   Dictionary of Greek

  • αμιαντώδης — ες ο αμιαντοειδής* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”